ἀλαλατός

ἀλαλατός
ᾰλᾰλᾱτός
1 battle cry

λίσσομαι νεῦσον Κρονίων, ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλαλατός — ἀλαλατός, ο (Α) [ἀλαλά] δωρικός τ. αντί ἀλαλητός* …   Dictionary of Greek

  • ἀλαλατός — ἀλαλᾱτός , ἀλαλητός shout of victory masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”